Στις σκάρες της Ομόνοιας πεθάνανε τουλάχιστον ζεστά. Γι’ αυτό πολλοί σαν φτάσανε στο νυν και αεί, τρέχαν να πάρουν θέση. Να ξαπλώσουν. Μα δεν χωρούσαν κι όλοι. Και κράταγαν σειρά. Σαν πέθαινε κανένας, έτρεχε ο αστυφύλακας και φρόντιζε για τη μεταφορά του. Ερχόνταν το καρότσι και τον έπαιρνε. Τότε η θέση άδειαζε. Την έπιανε κείνος που είχε σειρά. Προτεραιότητα. Εκτός αν ήταν νέος πολύ και ο κατοπινός γέροντας. Τότε, υποχωρούσε ο μπροστινός.Το βράδυ όσοι αντέχανε, φεύγανε. Οι άλλοι περνούσαν και τη νύχτα τους στη ζέστα. Σαν έρχονταν τα πρωινά οι άλλοι βρίσκαν τη θέση τους. Είχαν βάλει νόμο και τάξη μεταξύ τους. Το ίδιο γινόταν και με τα ρούχα. Σαν πέθαινε ένας, τα μοιράζονταν οι πιο τσίτσιδοι. Στον πεθαμένο άφηναν το σώβρακο. Ή ένα τύλιγμα μονάχα στα σκέλια του, τίποτ’ άλλο.
Ρίτας Μπούμη – Παπά, Όταν πεινούσαμε και πολεμούσαμε, Αθήνα 1975
Πεινασμένοι προσπαθούν να ζεσταθούν
στον εξαεριστήρα του ηλεκτρικού
σιδηρόδρομου στην πλατεία Ομονοίας.
Κώστα Παράσχου, Η Κατοχή.
Φωτογραφικά τεκμήρια 1941-1944, Αθήνα 1974