19| Θύματα Κατοχής 1941-1944

Μνήμα χωρίς περαιτέρω ταυτότητα και στοιχεία στο Αρχείο του Γ’ Νεκροταφείου, όπως ακριβώς και οι ανώνυμοι νεκροί της Κατοχής. Εικάζεται πως έγινε μετά τις εκταφές και πως φιλοξενεί οστά όσων ενταφιάστηκαν σε ομαδικούς τάφους και ουδέποτε ταυτοποιήθηκαν. Aνάμεσά τους και οι νεκροί της πείνας. Επίσης, εικάζεται πως έγινε με τη φροντίδα του συλλόγου Θυμάτων Κατοχής «Ο Φοίνιξ», ο οποίος και δραστηριοποιήθηκε στην ανέγερση ενός μνημείου Εθνικής Αντίστασης ‘41- ‘44, από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 και εξής, σε συνεργασία με την Πανελλήνια Ένωση Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης.  

Ο εν λόγω τάφος με τον απέριττο μαρμάρινο σταυρό, «θαμμένος» και αυτός σήμερα ανάμεσα σε σύγχρονους προσωρινούς τάφους, καθώς και το γεγονός πως δεν μνημονεύονται στον χώρο οι νεκροί της πείνας, γέννησαν την ιδέα της Διαδρομής Μνήμης ’40-’44.

Το μνήμα, συμπεριληπτικό εκ τίτλου, έχει τον χαρακτήρα κοινοτάφιου και προφανώς αναφέρεται σε ανώνυμους νεκρούς. Οι “άγνωστοι”, κατά τη ληξιαρχική πράξη θανάτου, ήταν στην πλειονότητά τους πολίτες που έχασαν τη ζωή τους από την πείνα, το κρύο, τις ασθένειες και τάφηκαν στη στενή λωρίδα γης κατά μήκος της μάντρας του Νεκροταφείου, αλλά και αρκετοί εκτελεσμένοι, που βρέθηκαν σε δρόμους, χαντάκια και ρεματιές, ακόμα και σε πηγάδια της πόλης.

Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια γίνεται η τακτοποίηση των ταυτοποιημένων θυμάτων,  εκτελεσμένων στην πλειονότητά τους, από τους προσωρινούς σε μόνιμους ατομικούς ή ομαδικούς τάφους. Δεν συνέβη το ίδιο όμως με τους ανώνυμους νεκρούς, καθώς κανείς δεν τους αναζήτησε.

Την δεκαετία του 1960 συζητούνται έντονα αφενός το ζήτημα της αναγνώρισης της Εθνικής Αντίστασης και, αφετέρου, οι εξελίξεις σχετικά με τη δημιουργία Γερμανικών Νεκροταφείων. Οι αντιστασιακές οργανώσεις και οι σύλλογοι θυμάτων διεκδικούν δυναμικά από τους θεσμούς την απόδοση τιμής στα θύματα του ναζισμού και την  ανέγερση Μνημείου Εθνικής Αντίστασης. Υπερισχύουν οι ηρωικές αναφορές, ο αντιστασιακός αγώνας κατά των κατακτητών, η ναζιστική θηριωδία και το ισχυρό αίτημα δικαίωσης. Το 1965 εισάγεται στο Δημοτικό Συμβούλιο της Αθήνας το θέμα της ανέγερσης μνημείου θυμάτων της γερμανικής κατοχής, και, έπειτα από μακροσκελή συζήτηση, αποφασίζεται “η ανέγερση μνημείου των θυμάτων της Εθνικής Αντίστασης κατά την ξενικήν κατοχή”.

Η απόδοση τιμής στα θύματα της πείνας, ως ξεχωριστή κατηγορία νεκρών της Κατοχής, δεν είναι εισερχόμενο στον Δήμο Αθηναίων αίτημα. Θίγεται το 1966 από τον τότε δημοτικό σύμβουλο και μετέπειτα δήμαρχο, Ιωάννη Παπαθεοδώρου. Αν και εγγράφεται σχετικό κεφάλαιο στον προϋπολογισμό του Δήμου, το Μνημείο της Πείνας, δεν κατασκευάζεται. Σύμφωνα με τα Πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου, πραγματοποιήθηκε η εκταφή των θυμάτων και τα οστά τους αποφασίστηκε να μεταφερθούν στο 18ο τμήμα. Χωρίς περαιτέρω στοιχεία έως σήμερα, εικάζεται πως η “ορφάνια” τους έληξε στην επιγραφή: “Θύματα Κατοχής 1941-1944” του 18ου τμήματος.

Από την άλλη, η κατοχική πείνα μνημονεύεται στο Α’ Κοιμητήριο της Αθήνας, στη μεταπολεμική σύνθεση του γλύπτη Κώστα Βαλσάμη (1908-2003) “Η Κατοχή” ή όπως επικράτησε “Η μάνα της Κατοχής”. Αποτελεί ιδιωτική πρωτοβουλία και χορηγία και τοποθετήθηκε στα χρόνια της δικτατορίας. Ο Βαλσάμης μετέφερε σε ύλη την ανάμνηση της εικόνας που αντίκρυσε σε δρόμο του Πειραιά το 1942: μια νεκρή σκελετωμένη μάνα με το μωρό της στο ξηρό της στήθος να προσπαθει να θηλάσει. Απεικονίζεται άκαμπτη, τεντωμένη, πελώρια, όπως ο ίδιος ο γλύπτης σχολιάζει πως του φάνηκε. Η επιμήκης σύνθεση θα ταίριαζε στην στενή λωρίδα γης του Γ΄ Νεκροταφείου, στον τόπο ταφής δηλαδή των θυμάτων της πείνας, ουδέποτε όμως τέθηκε αυτή η προοπτική.

Search Event
Μετάβαση στο περιεχόμενο