
Τρέξε μανούλα όσο μπορείς
τρέξε για να με σώσεις
κι απ’ το Χαϊδάρι μάνα μου
να μ’ απελευθερώσεις
Γιατί είμαι μελλοθάνατος
και καταδικασμένος
δεκαεφτά χρονών παιδί
στα σίδερα κλεισμένος
Απ’ την οδό του Σέκερη
με πάνε στο Χαϊδάρι
κι ώρα την ώρα καρτερώ
ο Χάρος να με πάρει
Μάρκος Βαμβακάρης (1905-1972), Χαϊδάρι, 1943
Ο τάφος του Μάρκου Βαμβακάρη βρίσκεται στο Γ’ Νεκροταφείο.
Το Ρεμπέτικο τραγούδι στα χρόνια της Κατοχής υπήρξε γνήσια έκφραση του λαϊκού αισθήματος και του αγώνα του ελληνικού λαού. Συμπεριέλαβε αυθεντικές μαρτυρίες των γεγονότων, των φαινομένων, των προσώπων, ήταν μια μικρογραφία της κοινωνίας της κατοχής σε λαϊκές πενιές. Στα ρεμπέτικα τραγουδήθηκαν από στόμα σε στόμα τα βάσανα της καθημερινότητας και ειδικά η πείνα και οι εκτελέσεις, όπως στα τραγούδια «Ο Σαλταδόρος» και «Οι Μαυραγορίτες» του Μ. Γενίτσαρη. Ορισμένα ηχογραφήθηκαν αργότερα, ενώ για άλλα, σώθηκαν μόνο οι στίχοι.
Το “Χαϊδάρι” που συνέθεσε ο Μάρκος Βαμβακάρης το 1943, δίνει φωνή σε έναν μελλοθάνατο κρατούμενο, σαν μαρτυρία, σαν αποχαιρετιστήριο σημείωμα με νότες. Όπως αναφέρει στη βιογραφία του: «Ζεϊμπέκικο νταβέντι. Δεν το΄ βγαλα σε δίσκο. Το’ λεγα στα πάρκα μέσα» [Μάρκος Βαμβακάρης (επιμ. Αγγελική Βέλλου-Κάιλ), Αυτοβιογραφία, Αθήνα 1978]. Οι στίχοι δημοσιεύτηκαν το 1947 στο περιοδικό Ελληνικό Τραγούδι, τχ. 24, 1947. Η μελωδία του ήταν χαμένη για χρόνια. Το κοινό το γνώρισε στο δίσκο του Γιώργου Νταλάρα, Ρεμπέτικα της Κατοχής (1980) σε μουσική του Στέλιου Βαμβακάρη. Αξίζει να σημειωθεί πως στην αυθεντική του μορφή υπάρχουν οι εξής δύο ακόμα στροφές:
Κι όταν με δεις μάνα νεκρό
να πεις στις άλλες μάνες
γιατί πονέσανε κι αυτές
με πίκρες πιο μεγάλες
Πως είδα τα παιδάκια τους
στα σίδερα δεμένα
με την κατάδικη στολή
αδικοσκοτωμένα.
Ακούστε το εδώ με τη φωνή του Μάρκου Βαμβακάρη και τη δική του πρωτότυπη μουσική, από τη συναυλία στο «Κεντρικόν» το 1966:Χαιδάρι,Μάρκος Βαμβακάρης (youtube.com).
Το Χαϊδάρι
Το Χαϊδάρι υπήρξε το μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης και μεταγωγών στην Ελλάδα κατά την περίοδο της Κατοχής. Η πρώτη του χρήση ήταν ουσιαστικά το 1936, καθώς ιδρύθηκε ως στρατώνας από τον Ιωάννη Μεταξά, ενώ για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε ως στρατόπεδο κρατουμένων στις 3 του Σεπτέμβρη του 1943 από τους Ιταλούς, οι οποίοι είχαν τον έλεγχο των στρατοπέδων της νότιας Ελλάδας. Ωστόσο, ως ιταλικό στρατόπεδο δεν λειτούργησε παρά μόνο για λίγες μέρες, καθώς, λόγω της συνθηκολόγησης των Ιταλών, πολύ γρήγορα, στις 10 Σεπτέμβρη, ανέλαβαν τη διοίκησή του οι Γερμανοί. Στην αρχή λειτούργησε ως παράρτημα των φυλακών Αβέρωφ και στα τέλη Νοέμβρη, άλλαξε διοίκηση, περνώντας στα χέρια της SD (Sicherheitdienst), της Υπηρεσίας Ασφαλείας των Ες Ες.
Όπως περιγράφει ο Αντώνης Φλούντζης, γιατρός και κρατούμενος ο ίδιος του στρατοπέδου, στο βιβλίο του Χαϊδάρι. Κάστρο και βωμός της Εθνικής Αντίστασης, το στρατόπεδο περιβαλλόταν από ψηλό μαντρότοιχο με βαριά εξοπλισμένες σκοπιές κάθε 200 περίπου μέτρα, τριπλή σειρά συρματοπλέγματα προς τα έξω, καθώς και πυκνό συρματόπλεγμα μέσα από τον μαντρότοιχο. Αποτελείτο από συγκροτήματα πολλών κτιρίων που περιλάμβαναν στρατώνες, κελιά και θαλάμους, αποθήκες, το Διοικητήριο, λουτρά, αναρρωτήριο, καθώς και το περίφημο «Μπλόκ 15», το κτήριο της αυστηρής απομόνωσης, όπου συνήθως οδηγούνταν οι μελλοθάνατοι.
Από το Χαϊδάρι περάσαν χιλιάδες κρατούμενοι. Οι πρώτοι ήταν κομμουνιστές που μεταφέρθηκαν από τα στρατόπεδα της Ακροναυπλιάς, των Τρικάλων και της Λάρισας μαζί με αιχμαλώτους των Ιταλών. Σύντομα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης οδηγήθηκαν και συλληφθέντες σε μπλόκα, Εβραίοι, κρατούμενοι από τις φυλακές Αβέρωφ, Καλλιθέας και Χατζηκώστα, καθώς και συλληφθέντες που ανακρίνονταν και βασανίζονταν στην ονομαζόμενη Μέρλιν, στο ελληνικό δηλαδή παράρτημα της γερμανικής μυστικής κρατικής αστυνομίας, γνωστής και ως Γκεστάπο, επί της οδού Μέρλιν στο Κολωνάκι.
Όσοι κατέληξαν κατά την περίοδο της κατοχής στο Χαϊδάρι κρατήθηκαν και βασανίστηκαν με αδιανόητα σκληρούς και απάνθρωπους τρόπους, τόσο σε σωματικό όσο και σε ψυχικό επίπεδο. Πολλοί πέθαναν από τραυματισμούς, άλλοι από την πείνα, χιλιάδες εκτελέστηκαν ή στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης στη Γερμανία και την Πολωνία. Ωστόσο, χιλιάδες ήταν επίσης και οι πράξεις ηρωισμού και μεγαλείου που διαδραματίστηκαν σε αυτό, από τους κρατούμενους που πέρασαν την πύλη του και δοκιμάστηκαν σε μια καθημερινότητα αδιάκοπης αναστάτωσης, μαρτυρίων και αγωνίας.
Το φοβερότερο στην Ελλάδα κέντρο βασανιστηρίων και εξόντωσης αγωνιστών της Αντίστασης, αλλά και Εβραίων από όλη την Ελλάδα έκλεισε στις 27 Σεπτέμβρη 1944.