Α. Τάσσου, Το Μπλόκο της Κοκκινιάς. Χαρακτικό σε παράνομο λεύκωμα την περίοδο της Κατοχής
Το Μπλόκο της Κοκκινιάς, προσφυγικής περιοχής με μεγάλη αντιστασιακή δράση, αποτελεί ένα από τα πιο τραυματικά γεγονότα της νεότερης ελληνικής ιστορίας.
Πέντε μήνες μετά το πρώτο μπλόκο και την αιματηρή μάχη της Κοκκινιάς (4-8 Μαρτίου), οι Γερμανοί περικυκλώνουν τη συνοικία. Νωρίς το πρωί της 17ης Αυγούστου γερμανικά στρατεύματα και Ευζωνικά Τάγματα εισβάλλουν στην Κοκκινιά και συγκεντρώνουν όλους τους άνδρες ηλικίας 15-60 ετών στην πλατεία της Οσίας Ξένης. Ακολουθώντας τις υποδείξεις των κουκουλοφόρων καταδοτών, βασανίζονται και στη συνέχεια εκτελούνται 72 άνδρες και 3 γυναίκες (άλλες πηγές αναφέρουν 78 εκτελεσθέντες) στην παρακείμενη μάντρα του ταπητουργείου. Έπονται οδομαχίες, δολοφονίες πολλών ακόμα, καθώς και πυρπόληση σπιτιών, με εκατοντάδες πλέον θύματα.
Το όργιο της βίας σταμάτησε το απόγευμα. Το Ε΄ Αστυνομικό Τμήμα μετέφερε 72 άτομα για ταφή στο Γ’ Νεκροταφείο και τους υπόλοιπους στο Νεκροταφείο της Ανάληψης. Χιλιάδες άνδρες που γλίτωσαν την εκτέλεση οδηγήθηκαν όμηροι στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου. Από αυτούς χίλιοι διακόσιοι στάλθηκαν σε ναζιστικά στρατόπεδα και τριακόσιοι τριάντα πέντε δεν επέστρεψαν ποτέ.
Οι Γερμανοί αιματοκύλισαν την Κοκκινιά για τρίτη φορά στις 24 Σεπτεμβρίου 1944 πυροβολώντας το συγκεντρωμένο πλήθος κατά την τελετή της επιμνημόσυνης δέησης στην πλατεία της Οσίας Ξένης.
Τα μπλόκα
Τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής ο γερμανικός στρατός κατοχής και τα ελληνικά Τάγματα Ασφαλείας υλοποίησαν συνεχείς, διαρκώς αυξανόμενης βίας επιθέσεις εναντίον του ΕΑΜ, αλλά και των συνοικιών που το υποστήριζαν και το τροφοδοτούσαν. Οι επιχειρήσεις αυτές, τα λεγόμενα μπλόκα, έπαιρναν διάφορες μορφές, ήταν όμως κατά βάση οργανωμένες πρακτικές εκφοβισμού και εξόντωσης, μεγάλης κλίμακας, κεντρικά οργανωμένες και συντονισμένες. Κύριος στόχος τους ήταν η αποδυνάμωση του αντιστασιακού κινήματος και δευτερευόντως ο εμπλουτισμός των γερμανικών εργοστασίων με φτηνό εργατικό δυναμικό. Με την άσκηση φρικιαστικής βίας και τρομοκρατίας, όσο και με την πραγματοποίηση πολυάριθμων εκτελέσεων ως παραδειγματική τιμωρία και αντίποινα, επιδίωκαν όχι μόνο την εξάρθρωση των αντιστασιακών δυνάμεων, αλλά και τον περιορισμό της επιρροής τους στον λαό. Η αιματηρή τακτική των μπλόκων έπληξε τις πιο μαχητικές συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά. Από το πρώτο μπλόκο της Κοκκινιάς (6-8 Μαρτίου 1944) μέχρι το δεύτερο σημειώνονται δεκάδες μάχες και μπλόκα, μεταξύ των οποίων: το Μπλόκο της Καλογρέζας (15 Μαρτίου 1944), το “Κάστρο του Υμηττού” (29 Απριλίου 1944), το Μπλόκο του Ζωγράφου (27 Ιουνίου), το Μπλόκο της Γούβας (4 Ιουλίου), το Μπλόκο των Πετραλώνων (12 Ιουλίου), το Μπλόκο της Πετρούπολης (13 Ιουλίου), το Μπλόκο του Γκύζη (14 Ιουλίου), η Μάχη της Καλλιθέας (24 Ιουλίου), το Μπλόκο του Βύρωνα (7 Αυγούστου), το Μπλόκο στο Δουργούτι-Κατσιπόδι-Φάρο Νέας Σμύρνης (9 Αυγούστου).
Οι κάτοικοι της Κοκκινιάς, λόγω της μαζικής τους συμμετοχής στο εαμικό αντιστασιακό κίνημα, πλήρωσαν βαρύτατο φόρο αίματος, τον υψηλότερο ίσως από κάθε άλλο Δήμο της Αθήνας και του Πειραιά. Γι αυτό και από πολύ νωρίς, το μπλόκο της 17ης Αυγούστου του 1944 έγινε σύμβολο τόσο της βιαιότητας του κατακτητή και των συνεργατών του, όσο και της αντίστασης προς αυτούς. Το μεγάλο τραύμα στη συλλογική μνήμη της πόλης οδήγησε μεταπολεμικά σε προσπάθειες για την αναγνώριση της Μάντρας του μπλόκου της Κοκκινιάς ως ιστορικού τόπου μνήμης, οι οποίες δικαιώθηκαν με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης το 1982. Το 1986 ο ειδικά διαμορφωμένος χώρος εγκαινιάστηκε και σήμερα ο επισκέπτης μπορεί να δει την ιστορική Πορτάρα, τη διατηρητέα ξύλινη πόρτα από την οποία πέρασαν τους προς εκτέλεση άνδρες, τον χώρο του παλιού υφαντουργείου όπου έγιναν οι εκτελέσεις, γλυπτά, ιστορικά τεκμήρια της Κατοχής, μια δυναμική εικαστική σύνθεση με τις φωτογραφίες των εκτελεσθέντων και πολλά άλλα.
Για περισσότερες πληροφορίες για τη Μάντρα Μπλόκου Κοκκινιάς επισκεφθείτε την ιστοσελίδα: Ιστορία της Νίκαιας – ΔΗΜΟΣ ΝΙΚΑΙΑΣ ΑΓ.Ι. ΡΕΝΤΗ (nikaia-rentis.gov.gr)
Μαρτυρία
Μαρτυρία του αστυφύλακα Λευτέρη Παπανάγνου, ο οποίος είχε λάβει εντολή από τον Διοικητή του στο Αστυνομικό Τμήμα της Νίκαιας να επιβλέψει τη μεταφορά των πτωμάτων στο Γ΄Νεκροταφείο:
“Πήρα ανάλογη δύναμη και πήγα στη Μάντρα. Όλοι οι γύρω χώροι ήταν γιομάτοι από γυναίκες. Τις απομάκρυνα λίγα μέτρα. Έβαλα σκοπούς στις δύο γωνίες και στις δύο εισόδους και πήδησα τον μαντρότοιχο. Στο υπόστεγο και στον ανοιχτό χώρο βασίλευε απόλυτη ησυχία. Προχώρησα προς το κύριο οικοδόμημα. Την αίθουσα που στεγαζόταν οι αργαλειοί, όταν λειτουργούσε το υφαντουργείο. Το θέαμα με συγκλόνισε. Ρίγος ένιωσα σ΄ όλο μου το σώμα. Δεν περίμενα να βρω τόσα θύματα. Πραγματικό σφαγείο. Όλο το δάπεδο του υφαντουργείου ήταν σκεπασμένο από τα κορμιά των εκτελεσμένων. Μόνο ένα διάδρομο είχαν αφήσει στη μέση σ΄ όλο το μήκος της αίθουσας. Τα κορμιά των εκτελεσμένων ήταν πεσμένα μπρούμυτα το ένα δίπλα στο άλλο σε δύο σειρές και με το κεφάλι προς την ανατολική και δυτική πλευρά της αίθουσας. […]. Συνήλθα γρήγορα. Σκέφθηκα για λίγο. Τους δράστες τους ξέρουμε. Τις αιτίες επίσης. Εκείνο που δεν ξέρουμε είναι η ταυτότητα των θυμάτων. Προέχει η διάσωση των στοιχείων της ταυτότητάς τους και η μεταφορά τους στο Νεκροταφείο. Άρχισα αμέσως την έρευνα των εκτελεσθέντων. Ό,τι έβρισκα, ταυτότητα, αλυσίδα, κέρματα, φυλαχτά κ.λπ. τα τύλιγα σ’ ένα μαντήλι κι ένα κομμάτι από φανέλλα και πουκάμισο του θύματος. Ωρολόγια, χρυσά δαχτυλίδια κι άλλα αντικείμενα αξίας δεν βρέθηκαν. Προφανώς οι νεκροί είχαν σκυλευθεί από τους γερμανούς και τους τσολιάδες. Το συνήθιζαν άλλωστε. Ερεύνησα όλα τα θύματα και συγκέντρωσα τα δεματάκια και τα τύλιξα σ’ ένα σακκάκι ενός θύματος. Αγκάλιασα για μια ακόμη και τελευταία φορά, με το βλέμμα μου τα θύματα και με βουρκωμένα μάτια άνοιξα τη σιδερένια πόρτα του Υφαντηρίου. Έδωσα εντολή στους εργάτες του Δήμου, που είχαν έλθει στο μεταξύ, ν’ αρχίσουν τη φόρτωση και τους αστυφύλακες να κρατήσουν μακριά τις γυναίκες. Όταν η φόρτωση τελείωσε και τα κάρρα με συνοδεία αστυνομικών έφυγαν για το Γ’ Νεκροταφείο, εγώ με το σακκάκι, το γιομάτο με τα μικρά δεματάκια, στην αγκαλιά μου πήρα το δρόμο το το Ε’ Αστυνομικό Τμήμα, όπου και παράδοσα το πολύτιμο για μένα φορτίο στον υπάλληλο του γραφείου του Ε.Ε.Σ. που στεγαζόταν σε γραφείο του οικήματος του Ε΄Αστυνομικού Τμήματος. Απολογισμός: Εκτελεσμένοι στη Μάντρα της Οσίας Ξένης 72 άντρες, νέοι στην απόλυτη πλειοψηφία τους και νέες γυναίκες…”.
Νίκανδρου Κεπέση, Ο Πειραιάς στην Εθνική Αντίσταση, Αθήνα 1988.